- ὑπηοῖος
- ὑπ-ηοῖος (ἠώς): toward morning, adj. for adv.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπηοίος — οίη, ον, Α αυτός που γίνεται νωρίς το πρωί, ορθρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠοῖος «πρωινός» (< ἕως / ἠώς «αυγή»)] … Dictionary of Greek
ὑπηοῖον — ὑπηοῖος towards dawn masc acc sg ὑπηοῖος towards dawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηοῖοι — ὑπηοῖος towards dawn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηοίη — ὑπηοί̱η , ὑπηοῖος towards dawn fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)